- νεόκαυτος
- νεόκαυτος, -ον (Α)βλ. νεόκαυστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεόκαυτος — newly burnt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεόκαυστος — και νεόκαυτος, ον (Α) αυτός που κάηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καυστος (< καίω)] … Dictionary of Greek